- μηρός
- μηρός, ὁ,A thigh, φάσγανον ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ drawing his sword from his thigh, where it hung, Il.1.190, cf. Od.11.231, al.; μηρὼ πληξάμενος, in sign of vehement agitation, Il.16.125;
ἐπαίσατο τὸν μηρόν X.Cyr.7.3.6
;τύπτειν Plb.15.27.11
;τὸν μ. ἀλοῆσαι Plu.TG2
; ἐπὶ μηρόν τινος beside it, LXX 4 Ki.16.14: in pl., Alc.Supp.11.6, A. Fr.135, 136.2 thigh-bone,κατ' ἰσχίον, ἔνθα τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται Il.5.305
, cf. Hp.Art.57, Gal.18(2).472; esp. of thigh-bones with flesh offered in sacrifice,μηροὺς ἐξέταμον Il.1.460
, al. (cf. μηρία); καταρρυεῖς μ. καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς S.Ant.1011
;θεοῖσι μηρὸν θύετε Eub.130
;τίθεσο τὼ μηρὼ λαβών Ar.Pax1039
.3 generally, leg-bones,κάμηλος ἐν τοῖσι ὀπισθίοισι σκέλεσι ἔχει τέσσερας μηροὺς καὶ γούνατα τέσσερα Hdt.3.103
. (Cf. OIr. mīr 'piece', Lat. membrum, from mēmsro-, Skt. māmsám 'meat'.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.